- κολλόροβον
- κολλόροβονshepherd's staffneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κολλόροβον — και κολόροβον, τὸ (Α) 1. ποιμενικὴ ράβδος 2. πιθ. ένδειξη βάρους 3. είδος νομίσματος 4. (κατά τον Ησύχ.) κορύνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κολόροβον εάν η γραφή αυτή είναι σωστή είναι πιθ. προϊόν συμφυρμού τών λ. κόλος και ῥόπαλον] … Dictionary of Greek
κολλορόβου — κολλόροβον shepherd s staff neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλορόβῳ — κολλόροβον shepherd s staff neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)